Thurston Moore Band @ Θεσσαλονίκη και Αθήνα 24-25/04/2015
Thurston Moore Band, Alien Mustangs @ Fix Factory of Sound, Θεσσαλονίκη 24/04/2015
Δυστυχώς, όλες τις φορές που είχαν έρθει οι Sonic Youth στη χώρα μας για τον ένα ή τον άλλο λόγο τους είχα χάσει οπότε και μόνο στο άκουσμα ότι ο Thurston Moore θα εμφανιζόταν στην πόλη μας δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη για το αν θα παρευρεθώ ή όχι σε αυτή του την εμφάνιση. Κάτι τέτοιο, δε συναισθάνθηκε σίγουρα το κοινό της πόλης μιας και η προσέλευση ήταν αν μη τι άλλο απογοητευτική σε ένα διάστημα βέβαια που – για να δώσουμε και κάποια ελαφρυντικά! – η οικονομική κατάσταση δείχνει να είναι δυσκολότερη από ποτέ σε συνδυασμό με το γεγονός ότι υπάρχει ένας συνωστισμός από συναυλίες μέχρι και τα τέλη Ιουνίου που βάζει το κοινό στη διαδικασία επιλογής σε ποιο από όλα θα δώσει το παρόν. Ακόμη και κάποιες από τις γνωστές “συναυλιόφατσες” έγραψαν απουσία με αποτέλεσμα ο εξώστης να είναι άδειος και η πλατεία γεμάτη μεν, με αρκετά κενά όμως.
Η άφιξη μας στο συναυλιακό χώρο – αν και κολλήσαμε λίγο στην κίνηση – ήταν έγκαιρη οπότε προλάβαμε να απολαύσουμε για πολλοστή φορά τους εξαιρετικούς συντοπίτες Alien Mustangs που κατ’ εμέ είναι ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει η μουσική σκηνή της πόλης στο χώρο του psych/garage rock. Με κάποια προβλήματα στον ήχο που ευτυχώς διορθώθηκαν μέχρι το τέλος του πρώτου τραγουδιού και με νέο μπασίστα στη σύνθεσή τους, γέμισαν το χώρο για 40 λεπτά με ψυχεδελικούς ήχους βγαλμένους από την σκηνή του Texas και μας παρουσίασαν σε γενικές γραμμές το πρώτο τους ΕΡ “River” που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το κοινό της πόλης τους αντάμειψε για μια ακόμη φορά με την αποθέωση που τους αξίζει μιας και παρουσιάζονται όλο και με κάτι διαφορετικό στη μουσική τους “φαρέτρα” γεγονός που δείχνει ότι δεν παραμένουν στάσιμοι αλλά σε μια διαρκή φάση μουσικής αναζήτησης. Ακολουθεί η σετλιστ όπως μας την παραχώρησε ευγενικά η μπάντα:
1. Follow me
2. Loop
3. Error of thinking
4. Mazes and sounds
5. Pain and paint
6. Animal future
7. River
8. A song called 2/4
Κατά τις 11 και 10 και με την εικόνα του χώρου να είναι κάπως καλύτερη από άποψης προσέλευσης κοινού, ο Thurston Moore ανέβηκε στη σκηνή μαζί με την υπόλοιπη εξαιρετική του μπάντα και μας χάρισαν μια ιδιαίτερα θορυβώδη εισαγωγή του “Forevermore” για περίπου δέκα λεπτά πριν ξεκινήσει κανονικά το τραγούδι. Το τέταρτο του album “The Best Day” όπως ήταν φυσικό μονοπώλησε σχεδόν τη setlist και πιστοποίησε και ζωντανά ότι έχει μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές της περασμένης χρονιάς. Με το τέλος του δεύτερου “Speak to the Wild” και αφού σε μια επίδειξη ευγένειας και μηδενικού βεντετισμού ευχαρίστησε δημόσια τους Alien Mustangs, μας παρουσίασε έναν προς έναν τα μέλη της πολύ “δεμένης” του μπάντας – ειδικά στους Debbie Googe και Steve Shelley υπήρχε ιδιαίτερος ενθουσιασμός από το κοινό αναγνωρίζοντας την προϋπηρεσία τους σε My Bloody Valentine και Sonic Youth αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές, ήταν απρόσμενα κοινωνικός και διαχυτικός σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας με μια ερμηνεία που χωρίς καμιά τάση υπερβολής ήταν άρτια.
Το encore ήταν διπλό και το πρώτο του μέρος περιελάμβανε το “Psychic Hearts” ενώ το δεύτερο το “Ono Soul” με ένα θορυβώδες κλείσιμο όπως ακριβώς είχαν ξεκινήσει. Μετά τη λήξη της συναυλίας, οι παραμένοντες είχαν την τύχη να συνομιλήσουν με το Thurston (που ήταν τρομερά ευδιάθετος και οικείος…) καθώς και να τους υπογράψει αυτόγραφα και βινύλια.
Συνοψίζοντας, ο Thurston Moore κατάφερε να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι παραμένει ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς όχι μόνο του alternative αλλά και του παγκόσμιου rock’n’roll στερεώματος. Τα ονόματα των μουσικών που απαρτίζουν τη Thurston Moore Band σίγουρα προϊδέαζαν για το τι θα βλέπαμε και θα ακούγαμε αλλά για μένα αυτό ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με 8 τραγούδια όλα και όλα μαζί με τα δύο encore (όπως τα παραθέτουμε…), κατόρθωσε να οδηγήσει τον κόσμο σε μια “κιθαριστική” κάθαρση που όμοια της είχε πολλά χρόνια να ζήσει το alternative κοινό της πόλης. Προσωπικά μιλώντας, και μετά από κάποια πηγαδάκια μετά τη συναυλία με φίλους και φίλες που τον είχαν δει παλιότερα και με τους Sonic Youth, έφυγα από το χώρο με μια μελαγχολία που τους έχασα τόσες φορές και με το σκεπτικό ότι αν μου άρεσε τόσο πολύ μόνος του, τι εμπειρία ζωής θα ήταν να τον είχα απολαύσει ζωντανά στο πλευρό της Kim Gordon!
Στα ωραία στιγμιότυπα της συναυλίας, το μπουκάλι μπύρας που “δανείστηκε” από το κοινό ο Thurston για να δροσιστεί δηλώνοντας μάλιστα και άγνοια (;) για τη μάρκα της (ήταν της γνωστής εταιρίας με το πράσινο μπουκάλι…) αλλά και η ευρηματικότητα του όταν χαρακτήριζε μονολεκτικά τα συναισθήματα που προκαλούσαν τα riffs του James Sedwards στο ξεκίνημα του 2ου encore.
1. Forevermore
2. Speak to the Wild
3. Germs Burn
4. Detonation
5. The Best Day
6. Grace Lake
Encore:
7. Psychic Hearts
Encore 2:
8. Ono Soul
The Thurston Moore Band, The Callas @ Fuzz Club, Αθήνα 25/04/15
Το ξέραμε από την αρχή… Τα αυτιά μας ήταν καταδικασμένα να ματώσουν εκείνο το βράδυ. Έτσι κι έγινε. Την ευθύνη για την αιμορραγία δε φέρει μόνο ο Thurston Moore. Φέρουν και οι Callas. Μπορεί η μουσική τους να μην προκαλεί τα διαπεραστικά ντεσιμπέλ που προκαλεί ο ήχος του γερόλυκου Thurston, αλλά δεν παύει να είναι μια καλή προθέρμανση για κάτι δυνατό. Οφείλω να ομολογήσω ότι περίμενα πολύ διαφορετική την εμφάνιση των Callas. Από τα σκόρπια ακούσματά μου, είχα σχηματίσει την εντύπωση πως παίζουν ελαφριά ροκ, με hipster αισθητική. Για καλή μου τύχη, έκανα λάθος. Έστω και εν μέρει.
Οι Callas είναι ένα τετραμελές σχήμα, ικανό να στέκεται αξιοπρεπέστατα μπροστά στο κοινό. Εξάλλου, δεν είναι χθεσινοί. Με την έξοδό τους στη σκηνή, ο κόσμος δεν κάνει εκπτώσεις στο χειροκρότημα. Οι Callas, με τη σειρά τους, δεν κάνουν εκπτώσεις στην εμφάνισή τους. Ξεκινούν δυνατά, με πρωταγωνίστρια την επιθετική φωνή του frontman και κιθαρίστα Άρη. Η Μαριλένα στα drums παίζει κοφτά, δημιουργώντας ανάλογους ρυθμούς. Στα δικά μου μάτια, η Χρυσάνθη (στην κιθάρα και στα βοηθητικά φωνητικά) έχει μια πολύ σπουδαία συνεισφορά στην προσωπικότητα του συγκροτήματος. Θα έλεγα πως είναι η κύρια αιτία που οι Callas μού αποπνέουν μια αύρα που θυμίζει Breeders, σε λογικά πλαίσια πάντα. Για σαράντα περίπου λεπτά, το group ταλαντεύεται ανάμεσα σε noise rock ήχους, σε ψυχεδελικούς ήχους και σε avant-garde ήχους. Διαθέτοντας την απαραίτητη κινητικότητα πάνω στη σκηνή, ζεσταίνουν με τη μουσική τους τα αυτιά των θεατών, προετοιμάζοντάς τα για αυτό που θα ακολουθήσει λίγα λεπτά αργότερα.
Ο πανύψηλος Thurston έρχεται επί σκηνής. Φοράει κόκκινο παντελόνι και σκουρόχρωμο μπλουζάκι. Παρά τα χρόνια του (που δε λείπουν κι από τα υπόλοιπα μέλη του group), φαίνεται νεαρός. Αλλά το λέει η καρδιά του. Πρέπει να έχεις γερά νεύρα για να παίζεις μουσική σαν κι αυτή, ιδιαίτερα ζωντανά. Μέχρι να ακουστούν οι πρώτες νότες της τραγουδάρας που λέγεται “Forevermore”, περνούν αρκετά λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δύο κιθαρίστες και η μπασίστρια δοκιμάζουν με απροσδιόριστους ήχους τα μουσικά τους όργανα. Είναι μια πρώτη γεύση γι’ αυτό που θα επακολουθήσει… Κι εκεί που έχεις πάρει απόφαση ότι αυτή η ιστορία μπορεί να τραβήξει για εκνευριστικά αρκετή ώρα, ξεκινάει επιτέλους η πραγματική μουσική. Ενθουσιασμός στον κόσμο! Για πάνω από δέκα λεπτά λικνιζόμαστε στο ρυθμό αυτού του ύμνου. Ακόμα περισσότερος ενθουσιασμός εκδηλώνεται όταν ξεκινάει το επόμενο, “Speak to the wild”, που αποτελεί και το εισαγωγικό τραγούδι της τελευταίας δουλειάς του Thurston. Με το ξεκίνημα της άλλης τεράστιας τραγουδάρας που λέγεται “Germs burn”, η κινητικότητα του κοινού αυξάνεται, προδίδοντας τις Sonic Youth καταβολές του. Ως τώρα, τα πράγματα κυλούν χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η αυτοσχεδιαστική μανία του group απλά εκκολάπτεται, για να μας δείξει τα δόντια της στα επόμενα τραγούδια. Το όλο σκηνικό εκτυλίσσεται κλιμακωτά. Όσο περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο γινόμαστε μάρτυρες του ειδεχθούς βιασμού που υφίστανται τα δύσμοιρα έγχορδα, τα οποία έχουν την ατυχία να βρίσκονται στα χέρια του James, της Debbie και του Thurston. Με κάθε τραγούδι που τελειώνει, τα τρία προαναφερθέντα μέλη του group επαναλαμβάνουν συγχρονισμένες κινήσεις κουρδίσματος. Ε, βέβαια! Όταν συμπεριφέρεσαι έτσι σε μια κιθάρα ή ένα μπάσο, είναι λογικό να θέλει κούρδισμα κάθε δέκα λεπτά. Εκείνο, όμως, που είναι αξιομνημόνευτο είναι η στάση του κοινού. Επιτέλους, οι θεατές είναι σιωπηλοί. Δεν εννοώ ξενέρωτοι. Εννοώ σιωπηλοί. Έχουν έρθει στο Fuzz για να ακούσουν τη μπάντα του Thurston Moore και όχι για να κουτσομπολέψουν τα πρόσφατα γκομενικά τους. Σε συναυλία χωρίς βαβούρα είχα καιρό να βρεθώ. Αυτός ο σεβασμός απέναντι στο group, που φυσικά συνοδεύεται και από αντίστοιχο σεβασμό του group προς τους θεατές, αποτελεί μια βασική αιτία για την πολύ ωραία γεύση που μας αφήνει το live. Η ώρα περνάει, η Debbie κλέβει γουλιές από το gin-tonic της, ο Thurston από τη vodka-λεμόνι του και ο James από τη μπύρα του. Ο Steve δεν καταλαβαίνω τι πίνει, αλλά δεν πειράζει. Όχι, φυσικά, ότι είμαι σίγουρος για τις προτιμήσεις των άλλων, αλλά ίσως πέφτω και μέσα. Η μεγάλη φάση γίνεται στο τελευταίο τραγούδι του κυρίως set, δηλαδή στο “Grace Lake”. Δε μπορώ καν να προσδιορίσω πόση ώρα παίζεται το τραγούδι. Ξεκινάει κανονικά, αλλά στην πορεία τα πράγματα αγριεύουν όλο και περισσότερο. Οι χορδές βρίσκονται ένα βήμα πριν το σημείο θραύσης τους, ενώ τα τύμπανά μας βιώνουν μια παρόμοια αίσθηση. Βάζω στοίχημα πως το θερμό χειροκρότημα στο τέλος του τραγουδιού έχει να κάνει, όχι μόνο με την επιβράβευση των μουσικών, αλλά και με την ανακούφιση του κόσμου μετά από αυτόν τον ηχητικό εφιάλτη. Το group αποχωρεί και τα πράγματα ηρεμούν. Μετά από λίγο, το συγκρότημα ξαναβγαίνει στη σκηνή. Πλέον, θα παιχτούν παλιά τραγούδια αγάπης (έτσι τα χαρακτηρίζει ο Thurston), από το παλιό album “Psychic hearts”, το οποίο, μάλιστα, στις 9 Μαΐου κλείνει τα 20 χρόνια του. Σειρά, λοιπόν, έχει το “Pretty bad”. Αργός ρυθμός, αλύπητα drums και κόντρα αυτοσχεδιασμοί. Είναι, όμως, το “Ono soul” το τραγούδι στο οποίο θα συμβεί η τελευταία και τελειωτική ηχητική εκδορά της βραδιάς. Κάθε σημείο του τραγουδιού που μπορεί να ξεχειλωθεί από κιθαριστικές παρεμβάσεις γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Μπορώ, τελικά, να πω ότι το ένα τρίτο, περίπου, της διάρκειας της συναυλίας καλύφθηκε από αυτά τα ιδιόμορφα “solo” του James και του Thurston. Η οριστική αποχώρηση του συγκροτήματος λαμβάνει χώρα γύρω στις 00:30, με τα αυτιά μας να βουίζουν ασταμάτητα και την ψυχή μας να έχει λάβει μια τρελή ικανοποίηση που αντίκρισε αυτή τη μεγάλη μορφή της σύγχρονης αμερικανικής ροκ σκηνής.
Θεσσαλoνίκη:
Ανταπόκριση: Θωμάς Παπάς
Φωτογραφίες: Άκης Καλλόπουλος
Αθήνα:
Ανταπόκριση: Φαίδων Κυτρίδης
Φωτογραφίες: Κατερίνα Μιχάλη