Black Rebel Motorcycle Club: Wrong Creatures (Abstract Dragon 2018)

Black_Rebel_Motorcycle_Club_-_Wrong_CreaturesΦέτος οι Black Rebel Motorcycle Club συμπληρώνουν 20 χρόνια ύπαρξης. 17 έτη δισκογραφίας, με το φετινό τους πόνημα να είναι το 8ο τους album. Το σχήμα από το San Francisco, πίσω στο μακρινό 2001, όταν κυκλοφορούσε το ομώνυμο ντεμπούτο του χαρακτηριζόταν από πολλούς σαν μια νέα ελπίδα για το rock και άλλα διάφορα φλύαρα, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον μουσικό τύπο να χρησιμοποιεί με μεγάλη άνεση χωρίς ωστόσο να σημαίνουν τελικά κάτι. Ωστόσο, όντως το ντεμπούτο των BRMC ήταν πραγματικά ένα σπουδαίο album, και για τον υποφαινόμενο ένα από τα σημαντικότερα / καλύτερα ντεμπούτα που κυκλοφόρησαν από το 2000 και μετά. Ένα album που δεν ξεπέρασαν με τις επόμενες κυκλοφορίες και πολύ πιθανό να μην ξεπεράσουν ποτέ. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι κακό. Υπάρχουν δεκάδες συγκροτήματα που είχαν ένα εξαιρετικό πρώτο album που τα καθόρισε μουσικά αλλά και διαμόρφωσε τα ίδια αλλά και την γνώμη του κοινού για ολόκληρη την πορεία τους.

Για την πρώτη δεκαετία τους οι BRMC λοιπόν θα έλεγε κανείς πως εξερεύνησαν τον ήχο του ντεμπούτου τους, αντλώντας λίγη ακόμα από την έμπνευση του και ανακατεύοντας τις ούτως ή άλλως εξαιρετικές επιρροές τους, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν 5 album (εξαίρεση σίγουρα αποτελεί το πείραμα του  “The Effects of 333”) που τους διατήρησαν στο μουσικό στερέωμα σαν μια υπολογίσιμη δύναμη. Μιλάμε βέβαια για μια πολύ καλή παρέα μουσικών, που καταφέρνει να πατήσει στα βήματα των μεγάλων the Jesus and Mary Chain, των Spacemen 3, να χρησιμοποιεί τα καλύτερα ρεφρέν των πρώιμων Oasis και των Verve. Να υφαίνει υπνωτικά heavy alt-goth blues γεμάτα από garage, shoegaze και psych αναφορές ενώ ταυτόχρονα να έχει στο τσεπάκι της rock ‘n’ roll δυναμίτες.

Διανύοντας πλέον την δεύτερη δεκαετία της η μπάντα, έχοντας έρθει αντιμέτωπη με την απώλεια ενός πολύ κοντινού προσώπου της (ο θάνατος του του Michael Been, πατέρας τους τραγουδιστή της μπάντας, Robert Been και τεχνικός ήχου τους, έπαθε έμφραγμα και έφυγε από τη ζωή backstage κατά τη διάρκεια ενός live της μπάντας), και αποτυπώνοντας την στο προηγούμενο, μελαγχολικό και σχεδόν πένθιμο “Specter At the Feast” (2013), πλέον βρίσκεται σε μια μετέωρη φάση, αναζητώντας τον ήχο της. Κάποιοι ίσως χαρακτηρίσουν αυτή την διαδικασία σαν ένα πέρασμα στην ωριμότητα, αλλά κακά τα ψέματα όταν χρησιμοποιείται αυτός ο όρος συνήθως γίνεται για να δικαιολογήσει παρά για να εκθειάσει. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ίσως είναι ενδεικτικό μιας μικρής ανασφάλειας για το νέο υλικό από την ίδια την μπάντα και το γεγονός πως πριν την επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας του album είχαν ήδη «ανεβάσει», όχι ένα ή δύο, αλλά τέσσερα  τραγούδια του. Ίσως να είναι βέβαια και απλά σημείο των καιρών και ενδεικτικό του πως λειτουργεί σήμερα η μουσική βιομηχανία.

Στο “Wrong Creatures” λοιπόν, φαίνεται να συνεχίζουν από εκεί που τους άφησε το “Specter At the Feast” πριν 5 ολόκληρα χρόνια, γέρνοντας όμως λίγο ακόμα περισσότερο την πλάστιγγα προς αυτήν την πιο «ώριμη» τραγουδοποιία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το εναρκτήριο DDF σίγουρα δεν ήταν η εισαγωγή που περιμένει κανείς. Ένα μυστηριακό δίλεπτο με βαθιά toms, fuzz-αρισμένο μπάσο και σχεδόν τελετουργικά φωνητικά και αναπνοές πνιγμένες στο reverb (βάθος). Δεν ξέρω τι εξυπηρετεί για να είμαι ειλικρινής, καθώς το Spook ακούγεται εντελώς straight forward, θυμίζοντας μας αρκετούς από τους λόγους που αγαπάμε αυτή τη μπάντα. Midtempo, κλασσική BRMC μπασογραμμή, απόλυτα cool (πάντα) και πιασάρικο ρεφρέν. Ακούγεται σαν άσκηση ύφους που ωστόσο στέλνει τα πρώτα καλά μηνύματα για το περιεχόμενο του album. Στο King of Bones ακροβατούν ανάμεσα στους Dandy Warhols και τους Brian Jonestone Massacre  δίνοντας μας μάλλον το πρώτο highlight του “Wrong Creatures”.

Για τη συνέχεια η μπάντα επιλέγει να ρίξει απότομα τους τόνους με το Haunt, ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά και μελαγχολικά τραγούδια του album. Αν και νομίζω πως η επιλογή αυτή στοιχίζει στο flow του album δεν μπορώ να παραγνωρίσω πως είναι ένα από τα καλύτερα του κομμάτια. Ένα διαφορετικού είδους blues που μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από κάποιο road movie, με την κιθάρα πότε να θυμίζει τους Tarnation, πότε να νομίζεις ότι την έχεις ακούσει στο “Paris-Texas” του Wim Wenders και μια ερμηνεία που «χρωστά» στον Chris Isaak(!). Προς στιγμήν η γέφυρα με το μπάσο δίνει ένα μυστηριώδη τόνο άλλα τελικά επιστρέφει για να κλείσει με έναν εξουθενωμένο τόνο. Το Haunt και ειδικά το κλείσιμο του, θα μπορούσε να «καδράρει» έναν ήλιο να δύει και τον δρόμο να μοιάζει ατελείωτος στον ορίζοντα.

Το Echo από την άλλη ενώ θα ήθελε να μοιάζει με μια ποπ εκδοχή των Jesus And Mary Chain τελικά ακούγεται περισσότερο σαν τους U2 ή τους Coldplay. Δεν με κέρδισε… Αντίθετα το Question Of Faith είναι το (δικό μου) απόλυτο highlight του “Wrong Creatures”. Αργό, σκοτεινό, ταξιδεύει σε «βρώμικα  νερά» του μυαλού. “I’m a question of faith / I’m a faded mind / I’m what calls you away / I’m what leaves you in Time. / I’m a shattered heart / I’m the buried knife / I’m the calling rage / I’m the world at night / I’ll give you what you want if you promise you’ll keep walking away”. Μάλλον η «ώριμη» εκδοχή που θα προτιμούσα για τους BRMC του 2018.

Από εκεί και πέρα το single Little Thing Gone Wild ξεχωρίζει, καθώς αποκλείεται να μη σε κάνει να κουνηθείς στο ρυθμό του και είναι μάλλον ότι ήταν το Rival για το “Specter At the Feast”, πηγαίνοντας όμως αυτή τη φορά πιο κοντά στο ψυχεδελικό rock των Black Angels παρά στο garage rock που τους έχει δώσει ψωμάκι (sic). Από την άλλη είναι και το τελευταίο κομμάτι στο album που ανεβάζει το tempo καθώς κομμάτια όπως Carried From the Start, το Calling Them All Away (που ξεκινά με ένα ψυχεδελικό drone για να γίνει πιο U2 και από τους U2 στο δεύτερο του μέρος), το μάλλον παιχνιδιάρικο Circus Bazooko και τέλος το ελεγειακό All Rise μοιάζουν περισσότερο με προσπάθειες της μπάντας να δημιουργήσουν πάνω σε διαφορετικού ύφους τραγούδια και λιγότερο σαν το νέο ήχο της.

Δεν θεωρώ το “Wrong Creatures” είναι κακό album, αλλά επίσης πιστεύω πως δεν πρόκειται να αποδειχτεί grower και να με εκθέσει στο τέλος. Οι BRMC προσπάθησαν να συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν με το συναισθηματικά φορτισμένο  “Specter At the Feast” (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω νομίζω πως είναι μέσα στα 2-3 καλύτερα album τους) , επαναλαμβάνοντας κάποιες από τις ιδέες του χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να κρατήσουν τις ισορροπίες, χάνοντας τόσο στην ροή του αλλά και σε επίπεδο τραγουδιών. Whatever Happened to Your Rock ‘n Roll…

-6-

Κείμενο: Βασίλης Μπέκας

Κατηγορία
TAGS
Κοινοποίηση

COMMENTS

X