Swans, Ψαραντώνης @ Gagarin 205, Αθήνα 03/03/2017
Το βράδυ της Παρασκευής παρακολουθήσαμε ένα (ακόμα) εκκωφαντικό (sold out παρακαλώ) live από τους Swans. Τα τελευταία 6 χρόνια είχαμε την τύχη να τους παρακολουθήσουμε όχι μια, όχι δύο, αλλά τέσσερις φορές. Νομίζω βέβαια πως εκείνο το πρώτο live στον ίδιο χώρο, με το “My Father Will Guide Me Up A Rope To the Sky” στις αποσκευές και το “The Seer” να έρχεται, ήταν ανεπανάληπτο και η σύγκριση με κάθε επόμενο είναι καταδικασμένη. Ωστόσο το γεγονός πως αυτό το tour είχε ανακοινωθεί σαν το τελευταίο με την παρούσα σύνθεση ανέβαζε κάπως τις προσδοκίες.
Το live άνοιξε ο Ψαραντώνης, επιλογή που δεν ξενίζει αν λάβει κανείς υπόψη το πως οι Swans επιλέγουν τα support τους (βλέπε Hildur Guðnadóttir). Σίγουρα δεν είμαι ο κατάλληλος για να κρίνω μια μουσική σαν αυτή του Ψαραντώνη αν και οφείλω να ομολογήσω τον σεβασμό μου στην κρητική μουσική παράδοση, που ίσως μαζί με τα ηπειρώτικα πολυφωνικά να είναι ότι πιο ενδιαφέρον έχει να δώσει η ελληνική παραδοσιακή μουσική. Τώρα βέβαια, αν οι «μαρσιποφόροι» φίλοι μας στο ακροατήριο έδειχναν λίγο περισσότερο σεβασμό σε έναν τόσο σημαντικό μουσικό και δεν αποφάσιζαν να συζητήσουν τα «πάντα» κατά την διάρκεια του σετ του, να βιώναμε την εμπειρία που μπορεί να δώσει ένα τέτοιο live. Από την άλλη, όσοι ασχολήθηκαν με το live πιστεύω ανταμείφθηκαν και το έδειξαν επιστρέφοντας ένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος της εμφάνισης του.
Το διαπεραστικό βλέμμα του Ψαραντώνη είναι κάτι που τον συνδέει με τον Gira. Ένα βλέμμα καθάριο και βαθύ. Σε αυτό καθρεπτίζεται η πίστη στο όραμα του. Το πόσο δοσμένος είναι στη μουσική του. Η αυθεντικότητα του. Βλέποντας τον να παίζει νιώθεις πως η ύπαρξη του περνάει μέσα από τις φλέβες των χεριών του, από το δοξάρι και τέλος μέσα από το ίδιο το όργανό του και μεταφράζεται σε ήχο. Νομίζω πως ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν βρίσκεται πλέον σε μεγάλο αριθμό δημιουργών. Στο σανίδι του Gagarin το συγκεκριμένο βράδυ είχαμε την χαρά να δούμε δύο από αυτή την σπουδαία «ράτσα».
Με μια μικρή καθυστέρηση ήρθε η σειρά των Swans. Το Knot δεν είχε να μου δώσει πολλά. Το σχεδόν 40λεπτο κομμάτι που άνοιξε το live, ήταν μάλλον κάτι περισσότερο σαν «διατάσεις» πριν το «αγώνα» παρά τραγούδι. Η εμπειρία της μάλλον νωθρής προηγούμενης εμφάνισης τους, πριν περίπου δυο χρόνια στο Plissken αλλά και η απουσία του πολύ-εργαλείου που λέγεται Thor Harris που πραγματικά σε κάθε live τους αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τους με έκανε να ανησυχώ. O (ας πούμε) αντικαταστάτης του, Paul Wallfisch προσπαθούσε να γεμίζει τον χώρο με μελωδία, κάτι που προσωπικά θεωρώ ότι αφαιρεί από την ηχητική επίθεση που εξαπολύουν οι Swans, συγκριτικά πάντα με τον κρουστό χείμαρρο που προκαλούσαν οι καμπάνες του Harris.
Ωστόσο οι πρώτες νότες του Screen Shot άλλαξαν άρδην την ροή του live. Η ένταση φάνηκε να ανεβαίνει, αν και για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι δεν ήταν στα άκρα όσο ένιωθα πως ήταν τις προηγούμενες φορές. Βρισκόμουν μπροστά στο καμπύλο τείχος ενισχυτών που είχαν στήσει αλλά παρόλα αυτά δεν ένιωθα να μου κόβει την ανάσα. Το Screen Shot βέβαια είναι κομματάρα. Αν ήθελα να «εικονοποιήσω» το κυκλωτικό-απειλητικό ρυθμικό του, θα μπορούσα να φανταστώ ένα νεαρό ελάφι να περικυκλώνεται σιγά – σιγά από μια αγέλη με πεινασμένες ύαινες. Στο προκείμενο όπου ελάφι, έχουμε τον θεατή… Μπάσο-Τύμπανα-Κιθάρα. Με τρία μόλις όργανα οι Swans δονούν τον χώρο. Το κομμάτι κλείνει με την μπάντα να μας τυλίγει μέσα στο κύμα θορύβου που δημιουργεί. Απόλαυση.
Το setlist είναι πολύ συγκεκριμένο. Είναι το ίδιο που παίζουν εδώ και αρκετούς μήνες. Δύσκολα θα κάνουν την έκπληξη. Στη συνέχεια παίζουν το Cloud Of Unknowing από το περσινό τους album. Το κομμάτι είναι ατμοσφαιρικό με ένα αργό σχεδόν post-rock χτίσιμο. Η μπάντα δεν βιάζεται. Εξάλλου ο Gira είναι αυτός που αποφασίζει το πότε. Με τα χέρια του να αιωρούνται στον αέρα κάνοντας κινήσεις ανάμεσα σε μια θρησκευτική τελετουργία και σε έναν μαέστρο, διευθύνει τους υπόλοιπους πέντε. Χρησιμοποιεί τα χέρια του, τα δάχτυλα του. Χτυπά με δύναμη το πόδι στο σανίδι. Ακόμα και τη γλώσσα του χρησιμοποιεί για να δείξει τι θέλει να εκτελέσουν την κάθε στιγμή. Τα μάτια του καρφώνουν τον καθένα ξεχωριστά. Βλέπεις πως ο Μr. Απίθανος drummer Phil Puleo (που θα τον αφήσεις αυτόν τον drummer; που θα βρεις ξανά τέτοιον χασάπη;) αλλά και ο Christopher Pravdika στο μπάσο, κοιτούν τις διεσταλμένες κόρες των ματιών του και υπακούν. Χτυπούν με βία. Ο Puleo σπάει τη μια μπαγκέτα πίσω από την άλλη. Θα ακολουθήσει το The Man Who Refused to Be Unhappy (ποιόν εννοεί άραγε;) με τον ρυθμικό του λόξυγκα. Ακούγεται σαν το Mother Of the World και σιγά – σιγά φορτώνει. Οι λιγότερο «ιδρωμένες” φιγούρες των Westberg και Hahn σε κιθάρα και lap steel αντίστοιχα εφορμούν βουίζοντας όταν πρέπει σαν αγριεμένο σμήνος από μέλισσες. Κλείνει με τον Gira να φωνάζει με την στεντόρεια φωνή του “I am a Butterfly”(;;).
Η έκφραση στο πρόσωπο του δύσκολα αλλάζει. Το χαμόγελο του είναι περιορισμένο και μάλλον προσποιητό. Ο Gira δεν πιστεύω πως ευχαριστιέται τίποτα. Ο άνθρωπος αυτός είναι τόσο
«πεινασμένος» ακόμα και μετά από μια τέτοια πορεία. Πριν 20 χρόνια κυκλοφορούσε το “Soundtracks For the Blind” και πριν 30 το “Children Of God” (τα γράφαμε αναλυτικά εδώ). Αδιανόητα επιτεύγματα. Ωστόσο αυτός σκέφτεται ήδη το επόμενο βήμα του. Είναι τόσο θυμωμένος που καμιά φορά νομίζεις πως δεν έχει απομείνει μέσα του παρά κακία. Είναι εμφανές πως πάλεψε με τους δαίμονες του, έχασε και τώρα πληρώνει το τίμημα. Με τέτοιες σκέψεις περιμένω το The Glowing Man. Τον καιόμενο άνθρωπο του Gira. Τον άνθρωπο που λούζεται με βενζίνη βάζει φωτιά στον εαυτό του και πηδά στο κενό ψάχνοντας την θρησκευτική λύτρωση. Κάποτε το κομμάτι αυτό ονομαζόταν Black-hole Man. Δεν είμαι σίγουρος ποιος από τους δύο είναι ο Michael Gira.
Το κομμάτι φουσκώνει, φουσκώνει και σιγά – σιγά μετατρέπεται σε ένα θορυβώδες post-punk 4/4 που ολοκληρώνεται με ένα όργιο θορύβου. Κλείνουν σιγά – σιγά και αφού ο Gira ζητήσει να ανοίξουν τα φώτα, παρουσιάζει αλά ελληνικά ένα – ένα τα μέλη της μπάντας χαιρετώντας μας/τους εν μέσω αποθέωσης.
Το live ωστόσο δεν θα έλεγα ότι ήταν καταπληκτικό. Αρκετές στιγμές σκέφτηκα πως ο Gira βρίσκεται ήδη στο επόμενο βήμα του. Ότι διεκπεραιώνει το live. Και όμως! Παρόλο την ένταση και το πάθος που ένιωθες από την σκηνή, το πιστεύω. Εννοείται πως δεν συγκρίνεται με τον όλεθρο που μας προσέφεραν τα δυο πρώτα τους live επί ελληνικού εδάφους. Όσοι ήμασταν εκεί το γνωρίζουμε καλά. Από την άλλη δεν ενστερνίζομαι τις απόψεις των παλιότερων οπαδών που είτε γιατί θα περίμεναν από τον Gira να παίξει ότι έπαιζε ή απλά δεν αντέχουν μια μπάντα που τους «άνηκε» τόσα χρόνια να γνωρίζει τέτοια αναγνώριση. Δεν αντέχουν να την ακούνε οι hipsters, οι μεταλλάδες (πάντα δεν τους άκουγαν άραγε;) κτλ..
Αυτό το tour κλείνει ένα ακόμα κύκλο των Κύκνων του Michael Gira. Όσο και αν ακούγεται οξύμωρο πραγματικά έχω μεγάλη αγωνία για το τι θα κάνει στη συνέχεια ένας 60χρονος! Μάλλον είναι σημάδι των καιρών αλλά και από την άλλη πόσους Gira έχει να ξοδέψει ο θεός για να μην τον βλέπουμε…;
Ανταπόκριση: Βασίλης Μπέκας
Φωτογραφίες: Νίκος Παλαιολόγος