Slowdive: Slowdive (Dead Oceans 2017)

Slowdive_-_SlowdiveΜάλλον μπορώ να πω με βεβαιότητα πως δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιο revival μουσικού είδους που να κατάφερε να ξεπεράσει την πρώτη εκδοχή του. Έστω σε αναγνωρισιμότητα, είτε πωλήσεις ή σε οτιδήποτε τέλος πάντων. Βέβαια καλό είναι να μην είμαι απόλυτος. Για να είμαι ειλικρινής ο παραπάνω συλλογισμός δεν έχει και μεγάλη σημασία  αυτή τη στιγμή και μάλιστα στην περίπτωση του shoegaze δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κάποιος να πει κάτι τέτοιο. Καλώς ή κακώς οι κιθάρες αυτές, το έντονο βάθος στην παραγωγή θα φωνάζουν πάντα αρχές 90s και μοιάζει ακατόρθωτο το όποιο revival να ξεπεράσει εκείνο το κύμα. Ίσως το γεγονός πως τα σημαντικότερα σχήματα του Shoegaze έκλεισαν τότε σχετικά γρήγορα τον κύκλο τους, χωρίς να προλάβουν να παρακμάσουν, να έχει αφήσει αυτή την αίσθηση ανολοκλήρωτου. Μια αίσθηση που ωστόσο κάνει το είδος να μην παλιώνει, να μην ακούγεται retro ακόμα και σήμερα.

Καλώς ή κακώς όταν μιλάμε για shoegaze η σκέψη πηγαίνει στην αγία τριάδα του είδους, δηλαδή τους My Bloody Valentine, τους Ride και τους Slowdive. Και τα 3 σχήματα αποφάσισαν μετά από μια 20ετία δισκογραφικής απουσίας, πως είναι καιρός να αναβιώσουν τον ήχο τους και να επιστρέψουν. Την αρχή έκαναν οι MBV το 2013 οι οποίοι συνέχισαν σαν να μην πέρασε μια μέρα επαναλαμβάνοντας εκείνον τον (η αλήθεια είναι) μαγικό ήχο. Οι Slowdive μετά από 22 ολόκληρα χρόνια επέλεξαν να επανέλθουν δισκογραφικά ενώ οι Ride θα ακολουθήσουν μέσα στη χρονιά. Έτσι έχουμε να κάνουμε με ένα shoegaze revival, όχι με κάποιους νέους αναβιωτές αλλά με τα σχήματα που το οριοθέτησαν σαν είδος.

Οι Slowdive λοιπόν στην υπέροχη κληρονομιά των “Just For A Day” (1991), “Souvlaki” (1993) και “Pygmalion” (1995) έρχονται να προσθέσουν το τέταρτο και ομώνυμο, φετινό τους album. Νομίζω πως οφείλουμε να είμαστε κάπως συγκρατημένοι με ένα σχήμα που απέχει μια εικοσαετία από την δισκογραφία. Το στοίχημα των νέων δεδομένων και των αλλαγών στους εξοπλισμούς, στους τρόπους ηχογράφησης, μίξης και γενικότερα της μουσικής τεχνολογίας που έχουν να κερδίσουν οι Slowdive είναι μεγάλο. Το πως θα καταφέρουν να φέρουν τον ήχο τους στο σήμερα, να μην παρασυρθούν και απολέσουν την ταυτότητα τους αλλά και από την άλλη να καταφέρουν να αρθρώσουν μια μουσική πρόταση τέτοια που να μπορεί να σταθεί στον (δυστυχώς) αδηφάγο κυκλώνα της μουσικής παραγωγής των 10s.

Μετά από τόσες πολλές (δεν μπορώ καν να υπολογίσω) ακροάσεις που έχω κάνει στο 46-λεπτό νέο τους πόνημα, πιστεύω πως μπορώ να πω, πως οι Slowdive τα κατάφεραν. Κατάφεραν να ξεφύγουν από σχεδόν όλες τις παγίδες μια επανασύνδεσης. Κατάφεραν να ηχογραφήσουν ένα album που μόλις πατήσεις το play, αναφωνείς “Slowdive” αλλά και να δώσουν έναν από τους καλύτερους δίσκους στη χρονιά που διανύουμε. Βέβαια κάτι τέτοιο θα το πούμε με μεγαλύτερη σιγουριά στο τέλος της χρονιάς, ενώ σε 4-5 χρόνια από τώρα θα δούμε αν το “Slowdive” κατάφερε να σταθεί τελικά, αντάξιο των 90’s διαμαντιών τους.

Ακούγοντας το Slomo που ανοίγει το album, ένα από τα προηγούμενα, ανοιξιάτικα, δροσερά πρωινά, βρέθηκα μπροστά σε ένα τεράστιο νοητό τοίχο από αναμνήσεις. Η μουσική των Slowdive  γεννάει εικόνες! Το κομμάτι σε πάει κατευθείαν πίσω στο 1991 και στο “Just For A Day”. Περπατώντας ακολουθώ τα βήματα που αφήνει το μπάσο ενώ οι αντανακλάσεις του reverb της κιθάρας καθρεφτίζουν παντού έναν ήλιο που σκάει από το πουθενά. Κάθε μέτρο του τραγουδιού μοιάζει σαν βίντεο καρέ με ένα λουλούδι σε close up πλάνο που το βλέπεις σιγά-σιγά να ανθίζει. Ή ίσως μια σταγόνα από μια πρόσφατη βροχή να αντανακλά το φως του ήλιου (πάλι αυτός!), πέφτοντας από φύλλο σε φύλλο, σε μια αργόσυρτη προσγείωση στο νωπό ακόμα χώμα.

Ναι! Αυτή η μουσική είναι μαγική! Οι Slowdive είναι από τους καλύτερους «σκηνοθέτες» της ζωής μου. Με τα τραγούδια τους  έχουν γεμίσει εικόνες, μέρες πεζές, μέρη που δεν θα είχα τίποτα να θυμάμαι και αντικείμενα που δεν θα πρόσεχα για κανένα λόγο. Ξαφνικά μέσα από το πρίσμα των τραγουδιών τους, με μικρές κινήσεις «πλάθουν» μικρού μήκους ταινίες που από εκείνη τη στιγμή και μετά θα είναι δεμένες με αυτή τη μουσική, με αυτή τη στιγμή, με αυτά τα συναισθήματα.

Το Star Roving που ακολουθεί, ήταν το κομμάτι που επέλεξαν να παρουσιάσουν πρώτο πριν την κυκλοφορία του album, ευτυχώς δεν είναι αντιπροσωπευτικό ενώ μάλλον είναι και το πιο αδύναμο του. Αν και μάλλον είμαι κάπως αυστηρός, πιστεύω πως οι Slowdive βρήκαν σε αυτό ένα συναυλιακό anthem που χρειάζονται για να ανεβάζουν τους τόνους στα γεμάτα live τους. Το κομμάτι θα έλεγα πως είναι μια «πιο Ride εκδοχή του ήχου τους» με το κυκλικό μουγκάνισμα του μπάσου να φέρνει στο μυαλό τους συνοδοιπόρους τους από την Οξφόρδη.

Οι Slowdive στην επιστροφή τους αφήνουν στην άκρη τον πιο πειραματικό και abstract ήχο του εξαιρετικού “Pygmalion”. Οι minimal και σχεδόν post-rock (Talk Talk) δομές του τελευταίου (μέχρι την επανασύνδεση) album από το μακρινό 1995 δεν χωρούν στο 2017. Αντί αυτού επιστρέφουν στο μάλλον πιο ολοκληρωμένο τους album (“Souvlaki”) και μάλιστα στις πιο φωτεινές του στιγμές, με περισσότερα clicks του μετρονόμου ανά λεπτό και φλερτάροντας αρκετά με αυτό που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να αποκαλούμε shoegaze/dream pop. Το Don’t Know Why είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ξεκινά με ένα επαναλαμβανόμενο uptempo beat με τους Slowdive να θυμίζουν τα δικά τους πνευματικά παιδιά, τους M83 (και λοιπούς συγγενείς), μέχρι να φτάσει σε ένα εντελώς Slowdive ρεφρέν με τις κιθάρες να «καθρεφτίζονται» παντού και το μπάσο να σκάει σαν κύμα. Ο Neil αναλαμβάνει τα φωνητικά στη γέφυρα και επιστρέφουν στο αρχικό ρυθμικό μοτίβο για να κλείσουν.

Λατρεύω την φωνή της Rachel Goswell. Βελούδινη και αιθέρια. Ακόμα και τις αναπνοές της. Ωστόσο όταν ο Neil Halstead παίρνει τα πρώτα φωνητικά ξέρω πως το τραγούδι «με έχει». Το Sugar For the Pill είναι μια τέτοια περίπτωση και σίγουρα το προσωπικό μου αγαπημένο από το album. Οι κελαρυστές κιθάρες με το χαρακτηριστικό delay στριφογυρνάνε σαν πολύχρωμα λαμπιόνια που κάθεσαι και τα χαζεύεις. Το No Longer Making Time κινείται σε παρόμοιο δρόμο αλλά εδώ ξεκάθαρα ακούμε το κατά 24 χρόνια μικρότερο ξαδερφάκι του When the Sun Hits. Αιθέριοι και χωρίς κανένα ίχνος βιασύνης αφήνουν τις κιθάρες να στροβιλίζονται γαλήνια. Πριν από αυτό το Everyone Knows ακούγεται παιχνιδιάρικο και ποπ μέχρι εκεί που «πρέπει».

Τα δύο τελευταία τραγούδια ανήκουν σαφέστατα στα highlights του album. Το Go Get It μπαίνει με minimal τρόπο, με το παραμορφωμένο μπάσο να κρατάει σφιχτά τα layers από κιθάρες και πλήκτρα που μπαίνουν σιγά σιγά. Ο Neil και η Rachel μοιράζονται το ρεφρέν και το κομμάτι κλείνει σιγά σιγά ρίχνοντας τους τόνους καθώς ακολουθεί το Falling Ashes. Το τελευταίο είναι ένα πανέμορφο κλείσιμο για το album. Χτίζεται αργά αργά γύρω από μια μελαγχολική γραμμή πιάνου και απλώνεται στα 8 λεπτά με τους ήχους να φτιάχνουν μια λεπτή «πάχνη» για να ακουμπήσουν  μαλακά τα φωνητικά. Φέρνει στο νου το καταπληκτικό “Codename: Dustsucker” των Bark Psychosis και μόλις τώρα σκέφτηκα πως πρέπει να φτιάξω μια κασέτα, μια…playlist θέλω να πω βάζοντας το δίπλα δίπλα με το Rose που αντίστοιχα έκλεινε εκείνο το album (“Codename: Dustsucker” των Bark Psychosis)…

Οι Slowdive επέστρεψαν. Για πόσο δεν ξέρω. Ούτε τι άλλο έχουν να δώσουν. Επέλεξαν να μην πειραματιστούν, κάνοντας ίσως ένα επόμενο βήμα στον ήχο τους αλλά να ξανασυστηθούν στο κοινό. You are welcome!

-8-

Κείμενο: Βασίλης Μπέκας

Κατηγορία
TAGS
Κοινοποίηση

COMMENTS

X